στοχεύω

στοχεύω
Ν [στόχος]
1. κατευθύνω τη βολή τού όπλου προς τον στόχο, σκοπεύω
2. προσπαθώ να επιτύχω κάτι, επιδιώκω, αποσκοπώ σε κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • προκαταστοχάζομαι — Α 1. στοχάζομαι εκ τών προτέρων 2. αποβλέπω σε κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταστοχάζομαι «εικάζω, στοχεύω»] …   Dictionary of Greek

  • στόχευση — η, Ν [στοχεύω] 1. το να κατευθύνει κανείς τη βολή τού όπλου του προς έναν στόχο, σκόπευση 2. επιδίωξη σκοπού, η πραγματοποίηση στόχου …   Dictionary of Greek

  • υποστοχάζομαι — Α θέτω θεμελιώδη στόχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στοχάζομαι «έχω ως σκοπό, στοχεύω» (< στόχος)] …   Dictionary of Greek

  • υφέρπω — ὑφέρπω ΝΜΑ [ἕρπω] 1. σέρνομαι κάτω από κάτι και, κατ επέκτ., σέρνομαι κρυφά, χωρίς να γίνομαι αντιληπτός (α. «οι στρατιώτες προχωρούσαν προς το αντίπαλο στρατόπεδο υφέρποντας ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση» β. «οἷσιν... ὑφέρπει πικρὸς ὄφις», Γρηγ.… …   Dictionary of Greek

  • χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”